ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
κολοβακτήριο — Κινητό βακτήριο της τάξης των ευβακτηρίων· η επιστημονική του ονομασία είναι Escherichia coli, ενώ παλαιότερα ήταν γνωστό ως Bacterium coli. Έχει ραβδοειδές σχήμα, δεν σχηματίζει σπόρια και είναι αρνητικό κατά Γκραμ. Είναι αερόβιο, ζει όμως και… … Dictionary of Greek
πυοκυανικός — ή, ό, Ν φρ. «πυοκυανικό βακτηρίδιο» αερόβιο και αναερόβιο αρνητικό κατά Γκραμ βακτηρίδιο που προξενεί διάφορες λοιμώξεις στον άνθρωπο και στα ζώα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον σχηματισμό πύου πρασινωπού γαλάζιου χρώματος, αλλ. αεριογόνος… … Dictionary of Greek
ψευδομάλη — η, Ν (ιατρ. κτην.) ανθρωποζωονόσος που οφείλεται στο αρνητικό κατά Γκραμ αερόβιο βακτήριο Pseudomonas pseudomallei. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μάλη] … Dictionary of Greek
Λέφλερ, Φρίντριχ — (Friedrich August Johannes Löffler, Φρανκφούρτη 1852 – Βερολίνο 1915). Γερμανός μικροβιολόγος. Ήταν γιος στρατιωτικού γιατρού. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου. Στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του την περίοδο του… … Dictionary of Greek